Το μεταναστευτικό παραμένει το κύριο θέμα που απασχολεί την ιταλική πολιτική επικαιρότητα, μαζί με τον υπό κατάρτιση κρατικό προϋπολογισμό του 2024. Η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι βρέθηκε αντιμέτωπη με την αύξηση των αφίξεων στη Λαμπεντούζα και, έως τώρα, έδειξε να κινείται προς δυο κύριες κατευθύνσεις.
Από τη μία, η Ρώμη προσπαθεί να ενισχύσει τις σχέσεις και την όλη συνεργασία της με το Παρίσι. Τη Δευτέρα Μακρόν και Μελόνι συναντήθηκαν στη Ρώμη, μετά την κηδεία του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και είχαν νέα συνομιλία την Παρασκευή, στο περιθώριο της διάσκεψης των μεσογειακών χωρών της Ένωσης, στη Μάλτα.
O Γάλλος πρόεδρος έδειξε να τείνει χείρα βοηθείας. Υπογράμμισε ότι η Ιταλία σέβεται τις υποχρεώσεις της ως προς την υποδοχή μεταναστών και προσφύγων στη Λαμπεντούζα και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να τύχει ευρωπαϊκής στήριξης. Παράλληλα, Μελόνι και Μακρόν συμφώνησαν στο ότι είναι ανάγκη να παταχθούν τα δίκτυα διακινητών ανθρώπων, μέσω συμφωνιών με τις χώρες της υποσαχάριας και της βόρειας Αφρικής.
Παρά το ότι, δηλαδή, οι Ιταλοί έχουν κατά καιρούς κατηγορήσει τη γαλλική αστυνομία για απωθήσεις μεταναστών, μέσω των χερσαίων συνόρων στη Βεντομίλια, στη φάση αυτή επικρατεί η κοινή διαπίστωση ότι στο θέμα του μεταναστευτικού και του προσφυγικού πρέπει να υπάρξει κοινή διαχείριση από όλη την ΕΕ.
Σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο, μάλιστα, το Παρίσι πρόκειται να ζητήσει την όσο πιο άμεση εφαρμογή γίνεται, του μνημονίου κατανόησης που υπεγράφη ανάμεσα σε ΕΕ και Τυνησία, το οποίο προβλέπει την καταβολή, από μέρους της Ευρώπης, πάνω των οκτακοσίων εκατομμυρίων ευρώ, με αντάλλαγμα έναν αυστηρότερο έλεγχο των ακτών από τις αρχές της βορειοαφρικανικής αυτής χώρας. Η Μελόνι, μάλιστα, δήλωσε ότι πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια με στόχο η ευρωπαϊκή βοήθεια να αποσυνδεθεί από το θέμα της συμφωνίας της Τυνησίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Την ίδια ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά, όμως, είναι σαφές ότι οι απόψεις της Ρώμης και του Βερολίνου, στο μεταναστευτικό, συνεχίζουν να διίστανται. Η γερμανική Βουλή, πριν σχεδόν ένα χρόνο, ενέκρινε τη χρηματοδότηση ΜΚΟ και οργανώσεων που σώζουν μετανάστες και πρόσφυγες, νότια της Σικελίας, και τους παρέχουν βοήθεια, με στόχο την κοινωνική τους ένταξη. Την απόφαση αυτή, τώρα, ανέλαβε να εφαρμόσει το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών.
Τόσο η Μελόνι όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησής της, Αντόνιο Ταγιάνι, εξεδήλωσαν την αντίθεσή τους. Επέμειναν ότι «δεν μπορεί να ασκείται αλληλεγγύη με τα σύνορα άλλης χώρας» και ότι «η Γερμανία, τότε, πρέπει να φιλοξενήσει στην επικράτειά της τους μετανάστες που σώζουν πλοία των ΜΚΟ που φέρουν τη σημαία της».
Οι διαφορές δεν λύθηκαν μετά τη συνάντηση του Ταγιάνι με τη Γερμανίδα ομόλογό του, Αναλένα Μπέρμποκ, την περασμένη Πέμπτη στο Βερολίνο και ούτε έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία της Μελόνι με τον καγκελάριο. Στο τέλος της διάσκεψης EUMED -9 στη Μάλτα, η Ιταλίδα πρωθυπουργός δήλωσε ότι «ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του».
Πρόκειται για δυο διαφορετικές προσεγγίσεις και γραμμές: το Βερολίνο θεωρεί ότι προέχουν οι διασώσεις των μεταναστών, ενώ η Ρώμη απαντά πως όταν αυτές γίνονται από ΜΚΟ, ως συνέπεια, αυξάνονται οι αναχωρήσεις από τη βόρεια Αφρική.
Στην Ιταλία, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι στο τέλος θα πρέπει να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Διότι μπορεί οι ευρωεκλογές του επόμενου Ιουνίου (και το ότι στη Ρώμη η προεκλογική εκστρατεία, ουσιαστικά, έχει ήδη αρχίσει) να μην βοηθούν στο να πέσουν οι τόνοι, αλλά οι σχέσεις των δυο χωρών έχουν πολύ ευρύτερο φάσμα: η Γερμανία είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ιταλίας, για το τέλος του χρόνου οι δυο χώρες έχουν προγραμματίσει διακυβερνητική διάσκεψη στο Βερολίνο, για την έγκριση ενιαίου σχεδίου δράσης. Εν ολίγοις, τα κοινά συμφέροντα είναι τεράστια, αρχίζοντας από τον τομέα της ενέργειας.
Πέρα από όλα αυτά, τέλος, είναι γνωστό ότι η Ιταλία επιδιώκει την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με λιγότερο αυστηρούς κανόνες απ’ ό,τι στο παρελθόν, ιδίως για τις επενδύσεις που αφορούν την περιβαλλοντική, ψηφιακή και ενεργειακή μετάβαση. Η Γερμανία συνεχίζει να τάσσεται υπέρ μιας «ενάρετης δημοσιονομικής πολιτικής» και είναι προφανές ότι σε περίπτωση που η διάσταση απόψεων στο μεταναστευτικό συνεχιστεί, δεν πρόκειται να ευνοηθεί ούτε μια κάποια προσέγγιση, στο ζωτικό πεδίο της οικονομίας.
Πηγή